- ακροφυής
- ἀκροφυής, -ὲς (AM)μσν.αυτός που έχει ευγενική καταγωγή ή ανατροφήαρχ.αυτός που φύτρωσε στην άκρη του κλαδιούἀκροφυῶς επίρρ. μσν. τελείως, χωρίς καμιά έλλειψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -φυὴς < φύος, το ή φυὴ < φύομαι, φύω].
Dictionary of Greek. 2013.